Bilhorod-Dnistrowskyj ukrainisch Білгород-Дністровський;
russisch Белгород-Днестровский/Belgorod- Dnestrowski, rumänisch
Cetatea Albă; türkisch Akkerman; deutsch veraltet auch
Weißenburg) ist eine Stadt in der Oblast Odessa im Südwesten
der Ukraine. Sie ist Zentrum des gleichnamigen Rajons und eine
Hafenstadt am Dnister-Liman in 18 Kilometer Entfernung zum Schwarzen
Meer. Die Stadt hat 50.000 Einwohner (2015) und gehörte zu der
historischen Region Bessarabien.
Im sechsten Jahrhundert v. Chr. wurde an der Stelle der heutigen Stadt
die Kolonie Tyras der ionischen Stadt Milet gegründet, die bis zum
vierten Jahrhundert v. Chr. existierte. In der Umgebung siedelten
getische und dakische Stämme, die zur großen Gruppe der
Thraker gehören, sowie Skythen und Sarmaten. Im ersten Jahrhundert
v. Chr. war das Gebiet ein Teil des Reiches von Burebista.
Das Gebiet der Daker wurde von den Römern im Jahr 105
durch Trajan erobert, um dort die Provinz Dacia zu errichten.
Später wurde die Stadt ein Stützpunkt der römischen
Flotte. An der Mündung des Dnister (antik Tyras, lat.
Dnjestr/Aestuaris) lebte der dakisch-getische Stamm der Tyragetae. Das
römische Territorium hat dieses Gebiet damals nicht umfasst, doch
belegen römische Münzfunde auf dem Gebiet der heutigen Stadt
Bilhorod-Dnistrowskyj römischen Einfluss. Eine aufgefundene
römische Inschrift belegt, dass der Ort damals ein Freihafen war.
Während der Völkerwanderung zerstört, wurde
die Stadt später von den ostslawischen Tiwerzen unter dem Namen
Belgorod („Weiße Stadt“) wiederaufgebaut, durch Polowzer und
Tataren jedoch wieder zerstört. Genueser bauten sie nach dem
Abkommen von Nymphaion (1261) unter dem Namen Maurocastro wieder auf.
Danach wurde die Stadt eine moldauische Handelsmetropole (in dieser
Zeit baute der moldauische Fürst Stefan der Große die
Festung zu einem wichtigen Militärstützpunkt aus), die erst
1484 zusammen mit Kilija vom Sultan Bayezid II. als letzter
nichtosmanischer Schwarzmeer-Hafen erobert wurde. Die Einwohner wurden
zum Teil nach Konstantinopel deportiert.
Im Jahre 1812 kam Akkerman ebenso wie ganz Bessarabien
durch den Frieden von Bukarest dauerhaft an Russland. Im Jahre 1904
eröffnete eine Pferdestraßenbahn ihren Betrieb und
führte ihn bis 1930. Am 2. Januar 1916 wurde die Stadt durch die
Eröffnung der Eisenbahnstrecke Odessa–Akkerman an das
Eisenbahnnetz angeschlossen.
Nach der Revolution im Jahre 1918 wurde die Stadt durch
die nationale Selbstbestimmung Bessarabiens rumänisch. 1940 von
der Sowjetunion besetzt und im Rahmen der Ukrainischen Sowjetrepublik
einverleibt (dabei 1940 kurzzeitig Hauptstadt der Oblast Akkerman,
später Oblast Ismajil), 1941–1944 nach dem deutschen Überfall
auf die Sowjetunion rumänisch besetzt und 1944 durch den Vormarsch
der Roten Armee wieder sowjetisch und erneut Teil der Ukrainischen
Sowjetrepublik der UdSSR. 1991, nach der Auflösung der Sowjetunion
und der Unabhängigkeitserklärung der Ukraine, blieb die Stadt
als Teil der Oblast Odessa ukrainisch.
Wikipedia
Ίδρυση
Η ίδρυση του Τύρα αποδίδεται σε αποικιστές από τη Μίλητο
και χρονολογείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον
Πρεσβύτερο και τον Στέφανο Βυζάντιο, η πόλη αρχικά ήταν γνωστή ως
Οφιούσα, όνομα το οποίο απαντά σε αρκετές πηγές. Οι προσπάθειες να
παρουσιαστούν η Οφιούσα και ο Τύρας ως δύο διαφορετικοί οικισμοί δεν
είναι πειστικές Κρίνοντας από σχετικές επιγραφές και νομίσματα,
τουλάχιστον από τον 4ο αι. π.Χ. στην ίδια την πόλη χρησιμοποιείται
αποκλειστικά το όνομα Τύρας, ενώ το όνομα Οφιούσα δεν αναφέρεται
καθόλου..
Αρχαϊκή και Κλασική περίοδος
Η πρωιμότερη αναφορά στον Τύρα θεωρείται ότι βρίσκεται στο
έργο του Ηροδότου, ο οποίος, ωστόσο, δεν αναφέρεται απευθείας στην
πόλη, αλλά γράφει για τους Έλληνες «οι οποίοι αυτοαποκαλούνται
Τυρίται». Στον Τύρα δεν έχουν εντοπιστεί αρχαιολογικά στρώματα με
χρονολόγηση στον 6ο-5ο αι. π.Χ., και η συγκεκριμένη περίοδος
αντιπροσωπεύεται από πολλά διάσπαρτα ευρήματα. Βάσει της αποκατάστασης
του ονόματος «Τύρας» σε ένα θραύσμα του αθηναϊκού καταλόγου
εισφορών, θεωρείται ότι η πόλη ήταν μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας,
καταβάλλοντας φόρο ύψους δύο ταλάντων
Ύστερη Κλασική και Ελληνιστική
περίοδος
Ο Τύρας άρχισε να κόβει δικά του νομίσματα
(αργυρά και χάλκινα) κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ.
χρησιμοποιώντας το σύστημα σταθμών που είχε καθιερωθεί στο νησί της
Αίγινας. Διάφορα ψηφίσματα της πόλης του 3ου αι. π.Χ μαρτυρούν ότι το
πολιτικό καθεστώς του Τύρα την εποχή εκείνη ήταν δημοκρατικό και ότι η
πόλη κυβερνούνταν από ένα εκλεγμένο συμβούλιο αρχόντων. Αυτά τα
ψηφίσματα αναφέρουν επίσης τους αγωνοθέτες, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι
για την οργάνωση και τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων.
Στο δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ., η περΠερίοδος ακμής στην ιστορία του Τύρα δίνει τη
θέση της, όπως και σε
άλλες πόλεις της
περιοχής, σε μια εποχή κρίσης. Σε σημαντικό βαθμό αυτό οφειλόταν στην
αλλαγή των συνθηκών στο βαρβαρικό κόσμο που περιέβαλλε την πόλη. Οι
Σαρμάτες που είχαν αφιχθεί προερχόμενοι από περιοχές πέρα από τον
ποταμό Ντον απωθούσαν τους Σκύθες από τις στέπες και άρχισαν να
διαδραματίζουν ενεργότερο ρόλο στην περιοχή του βόρειου Πόντου.
Ταυτόχρονα οι ελληνικές πόλεις απειλούνταν στα δυτικά από τους
Βαστάρνες και τους Γαλάτες. Το 2ο αι. π.Χ. ισχυρά "υστεροσκυθικά"
βασίλεια αναπτύσσονται στην Δοβρουτσά και στην περιοχή της Κριμαίας.
Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., η πόλη Νικώνιον, κοντά στον Τύρα,
καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε.[5] Ο Τύρας αντιστάθηκε, ωστόσο οι
αγροτικοί οικισμοί στην ενδοχώρα του μαράζωσαν, με ολέθρια αποτελέσματα
για την οικονομία της πόλης.
Ρωμαϊκή περίοδος
Τις πρώτες δεκαετίες του 1ου αι. π.Χ., ο Τύρας, όπως και
οι γειτονικές του πόλεις, ενσωματώθηκαν στο βασίλειο του Πόντου επί
βασιλεία του Μιθριδάτη Στ΄ Ευπάτωρα.[6] Στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., η
πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Γέτες. Η πόλη επανιδρύθηκε όχι
αργότερα από τις αρχές του 1ου αι. μ.Χ., καθώς αρχαιολογικά
παρατηρείται ισοπέδωση της θέσης και εφαρμογή νέου χωροταξικού σχεδίου.
Μετά την ανοικοδόμηση, ο Τύρας διατήρησε την ανεξαρτησία
του για λίγο, αλλά το έτος 56 ή 57 μ.Χ ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία
της Μοισίας.[6] Από τη στιγμή αυτή μια νέα εποχή εγκαινιάζεται στην
ιστορία της πόλης. Παρά τη μακροχρόνια παρουσία ρωμαϊκής φρουράς στον
Τύρα, δεν παρατηρείται σημαντικός εκρωμαϊσμός του πληθυσμού της πόλης.
Η Λατινική χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τους στρατιώτες, ενώ ο
πληθυσμός και οι αρχές της πόλης χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα,
ακόμα και στην επίσημη αλληλογραφία τους με τις αρχές της επαρχίας.
Στα μέσα του 3ου αιώνα, ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε από
φωτιά που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια βαρβαρικής επιδρομής. Όχι αργότερα
από τη δεκαετία του 270, ο Τύρας είχε κατοικηθεί εκ νέου και η πόλη
συνέχισε να υφίσταται μέχρι την επόμενη καταστροφή της, στο δεύτερο
μισό του 4ου αιώνα. Την εποχή εκείνη μόλις ένα μέρος του αρχικού
οικισμού ανοικοδομήθηκε με πρόχειρα κτίσματα. Οι κατοικημένες οικίες
ήταν τοποθετημένες δίπλα δίπλα σε παλαιότερα ερείπια. Το καθεστώς του
Τύρα και η πληθυσμιακή του σύνθεση την περίοδο αυτή δεν είναι γνωστά,
πιθανόν πλέον ελέγχονταν και κατοικούνταν από βαρβάρους και όχι από
Έλληνες. Μετά την τελική καταστροφή της πόλης, ο τόπος άρχισε να
κατοικείται εκ νέου το 13ο αιώνα.
Βικιπαίδεια
|